- πνιγηρότητα
- η, Νη ιδιότητα τού πνιγηρού, τού αποπνικτικού.[ΕΤΥΜΟΛ. < πνιγηρός. Η λ., στον λόγιο τ. πνιγηρότης, μαρτυρείται από το 1889 στον Μ. Μητσάκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πνιγμονή — η, ΝΜΑ ιατρ. ασφυξία προκαλούμενη από μηχανική απόφραξη τών ανώτερων αναπνευστικών οδών λόγω στραγγαλισμού, εισρόφησης ξένου σώματος κ.ά. αιτίων νεοελλ. πνιγηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνιγμός + μονή (< μων), πρβλ. πῆμα: πημονή, φλέγμα: φλεγμονή] … Dictionary of Greek
πνιγούρα — η, Ν 1. πνιγηρότητα 2. αποπνικτική ζέστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πνίγ τού πνίγω + κατάλ. ούρα (πρβλ. θολ ούρα)] … Dictionary of Greek